κρηνίς

From LSJ
Revision as of 19:30, 3 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">Fr.anon</b>" to "Fr.anon")

κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρηνίς Medium diacritics: κρηνίς Low diacritics: κρηνίς Capitals: ΚΡΗΝΙΣ
Transliteration A: krēnís Transliteration B: krēnis Transliteration C: krinis Beta Code: krhni/s

English (LSJ)

ῖδος, ἡ, A = κρήνη, E.Hipp.208 (anap.), Call.Fr.anon.98, Theoc.1.22 (Dor.κρᾱν-), D.H.1.32. II pl. Κρηνῖδες, αἱ, ancient name for Philippi in Macedonia, Str.7 Fr.34, App.BC4.105; τὰ ἐγ Κρηνῖσιν, as local place-name, IG12(5).544 B2.47 (Ceos).

Greek (Liddell-Scott)

κρηνίς: ῖδος, ἡ, ὑποκορ. τοῦ κρήνη, Πινδ. Ἀποσπ. 136, Εὐρ. Ἱππ. 208, Διον. Ἁλ. 1. 32. ΙΙ. Κρηνῖδες ἢ -ίδες ἡ μετέπειτα πόλις Φίλιπποι τῆς Μακεδονίας, Στράβ. 331 Ἀππ. Ἐμφύλ. Πόλεμ. 4. 105. ῑ, Δράκων 23. 14.

French (Bailly abrégé)

ῖδος (ἡ) :
dim. de κρήνη.

Greek Monolingual

κρηνίς, -ῑδος, ἡ (Α) κρήνη
1. η κρήνη («πῶς ἂν δροσερᾱς ἀπὸ κρηνῑδος», Ευρ.)
2. (στον πληθ. ως τοπων.) αἱ Κρηνῑδες ή Κρηνίδες
η πόλη Φίλιπποι της Μακεδονίας («ὅτι πλεῑστα μέταλλά ἐστι χρυσοῡ ἐν ταῑς Κρηνῑσιν», Στράβ.).

Greek Monotonic

κρηνίς: -ῖδος, ἡ, υποκορ. του κρήνη, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

κρηνίς: дор. κρᾱνίς, ῖδος ἡ Eur. = κρηνίδιον.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κρηνίς -ῖδος, ἡ, Dor. κρανίς [κρήνη] bron, fontein.

Middle Liddell

κρηνίς, ῖδος, ἡ, [Dim. of κρήνη, Eur.]