τυραννώ
From LSJ
τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas
Greek Monolingual
τυραννῶ, -έω, ΝΜΑ, και τυραννάω και τυραγνώ, -άω, Ν
1. (αμτβ.) είμαι τύραννος, κυβερνώ ως τύραννος, ασκώ εξουσία τυράννου («Πεισίστρατος... ἐτυράννησε», Ξεν.)
2. (γενικά) κυβερνώ τυραννικά μια χώρα ή έναν λαό («τυραννῆσαι χθονός», Ευρ.)
3. (μτβ.) καταπιέζω, βασανίζω (α. «τήν τυραννούν πολύ τα παιδιά της» β. «μη μέ τυραννείς και κλαίω», δημ. τραγούδι
γ. «παιδαγωγοὶ... καὶ παιδοτρίβαι τυραννοῡντες», Πλάτ.)
νεοελλ.
1. παθ. τυραννιέμαι
βασανίζομαι
2. (η μτχ. παθ. παρακμ.) τυραννισμένος και τυραγνισμένος, -η, -ο
πολύπαθος, ταλαιπωρημένος, βασανισμένος
μσν.
(με αιτ.) πολεμώ εναντίον κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τύραννος, παρλλ. τ. του τυραννεύω.