ὁποσοσοῦν

From LSJ
Revision as of 07:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3b)

Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch

Menander, Monostichoi, 172

German (Pape)

[Seite 362] wie viel auch immer; Thuc. 6, 56; Plat. Soph. 245 d; Luc. Iup. conf. 17.

French (Bailly abrégé)

ηοῦν, ονοῦν;
quelque grand ou nombreux que (il, elle ou cela) soit, n’importe combien.
Étymologie: ὁπόσος, οὖν.

Greek Monolingual

ὁποσοσοῡν, ὁποσηοῡν, ὁποσονοῡν (Α)
(αντων.)
1. όσο πολύς, όσο μεγάλος
2. (το ουδ. ως επίρρ.) ὁποσονοῡν
οσοδήποτε μεγάλος, όσες φορές περισσότερος ή όσες φορές μεγαλύτερος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁπόσος + οὖν (πρβλ. οιοσ-ούν)].

Russian (Dvoretsky)

ὁποσοσοῦν: ион. ὁκοσοσοῦν 3 какой бы ни был (по количеству или размерам), какой ни на есть, хоть какой-л.: εἰ καὶ ὁποσονοῦν ἐνδώσουσι Thuc. если они хоть сколько-нибудь уступят.