πλουτώ

From LSJ
Revision as of 12:05, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

κραδία δὲ φόβῳ φρένα λακτίζει → my heart knocks at my ribs

Source

Greek Monolingual

πλουτῶ, -έω, ΝΜΑ πλούτος
είμαι πλούσιος, εύπορος
νεοελλ.
(για το φως) προσδίδω λάμψη, λαμπρότητα («όταν το φως επλούτει τα βουνά και τα κύματα», Κάλβ.)
μσν.-αρχ.
έχω κάτι σε αφθονία
αρχ.
φρ. α) «πλουτῶ ἐκ τῶν ἀλλοτρίων» — πλουτίζω από ξένη περιουσία
β) «πλουτῶ ἀπὸ τῶν κοινῶν» — πλουτίζω από τα χρήματα του δημοσίου
γ) «πλουτῶ πλοῡτον» — αποκτώ πλούτο.