λύθρος

From LSJ
Revision as of 15:15, 2 October 2019 by Spiros (talk | contribs) (2a)

τυφὼς γὰρ ἐκβαίνειν παρασκευάζεται → a hurricane is getting ready to burst

Source

Greek Monolingual

(I)
λύθρος, ὁ, και λύθρον, τὸ (Α)
1. αίμα πηγμένο και αναμεμιγμένο με σκόνη και ιδρώτα, λάσπη αίματος («εὗρεν ἔπειτ' Ὀδυσῆα μετὰ κταμένοισιν νέκυσσιν αἵματι καὶ λύθρῳ πεπαλαγμένον ὥς τε λέοντα», Ομ. Οδ.)
2. κηλίδα από τέτοιο αίμα
3. το ακάθαρτο αίμα που βρίσκεται στη μήτρα της γυναίκας (ἐκ μητρῴων λύθρων ἐξέθορε τοιοῡτος», Ιπποκρ.)
4. (γενικά) το αίμα
5. μτγν. ο ιός, το δηλητήριο της ύδρας
6. μτγν. ο χυμός της πορφύρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. λύθρος λύθρον < θ. λυ-(πρβλ. λῦμα, λύμη) + επίθημα -θρος (πρβλ. ὄλε-θρος) ή -θρον (πρβλ. βέρε-θρον, μέλπη-θρον), αντιστοίχως. Ανάμεσα στο ζευγάρι λύθρος και λύθρον είναι δύσκολο να εντοπιστεί ποιος από τους δύο τύπους προηγείται χρονικά. Είναι πιθανό πάντως να είναι προγενέστερος ο τ. λύθρον, ενώ ο τ. λύθρος να σχηματίστηκε αργότερα, με το εκφραστικό επίθημα -θρος, κατά τα βρότος και ὄλεθρος. Το επίθημα του λύθρον εμφανίζεται στο ιλλυρικό τοπωνύμιο Ludrum (όπου το -d- του τ. αποδίδει τον δασύ ινδοευρωπαϊκό φθόγγο dh)].
(II)
ο
βοτ. το τυπικό είδος της οικογένειας αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών λυθρίδες.

Russian (Dvoretsky)

λύθρος: ὁ пролитая, т. е. смешавшаяся с прахом кровь, кровавая грязь (αἵματι καὶ λύθρῳ πεπαλαγμένος Hom.; λύθρου ἐμπεπλησμένος Luc.).

Frisk Etymological English

-ον Meaning: clotted, thick blood
See also: s. λῦμα.

Frisk Etymology German

λύθρος: -ον
{lúthros}
Meaning: geronnenes, dickes Blut
See also: s. λῦμα.
Page 2,142