Kατεσκευάσθη τὸ ἱερὸν τοῦτο ποτήριον ... ἐν ἔτει ,αω'α' → Τhis holy cup was made ... in the year 1801
(-άω) (AM ἐμφυσῶ)
1. φυσώ πάνω ή μέσα σε κάποιον, επιπνέω («τοῦτο εἰπὼν ἐνεφύσησε καὶ λέγει αὐτοῑς
λάβετε Πνεῡμα Ἅγιον», ΚΔ. Ιω.)
2. εμπνέω σε κάποιον συναισθήματα ή ιδέες
αρχ.
1. φυσώ μέσα («αὐλητρὶς ἐνεφύσησεν», Αριστοφ.)
2. φουσκώνω, διογκώνω
3. μτφ. μέσ. επαίρομαι, κομπάζω, φουσκώνω.