Cras amet qui numquam amavit quique amavit cras amet → May he love tomorrow who has never loved before; And may he who has loved, love tomorrow as well.
η (Α κάρπωσις) καρπώ
νεοελλ.
1. η λήψη ή η χρήση του καρπού
2. η άντληση κέρδους, η εκμετάλλευση, η επικαρπία, η νομή
αρχ.
1. η χρησιμότητα («τὴν ἀρχὴν τῆς Ἀσίας αὑτοῑς καὶ τὴν κάρπωσιν γενέσθαι», Ξεν.)
2. η προσφορά καρπών.