περισπωμένη
From LSJ
Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge
Greek Monolingual
η, Ν
γραμμ. ένα από τα τρία σημεία του παραδοσιακού τονισμού τών λέξεων, που πριν από την καθιέρωση του μονοτονικού συστήματος έμπαινε μόνο στη λήγουσα και στην παραλήγουσα και ποτέ στην προπαραλήγουσα, σε αντιδιαστολή με τα δύο άλλα σημεία τονισμού, την οξεία και την βαρεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του θηλ. της μτχ. περισπώμενος του ρ. περισπώμαι].