κλαδάσσομαι

From LSJ
Revision as of 12:35, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλᾰδάσσομαι Medium diacritics: κλαδάσσομαι Low diacritics: κλαδάσσομαι Capitals: ΚΛΑΔΑΣΣΟΜΑΙ
Transliteration A: kladássomai Transliteration B: kladassomai Transliteration C: kladassomai Beta Code: klada/ssomai

English (LSJ)

Pass., A rush violently, surge, αἷμα κλαδασσόμενον διὰ γυίων Emp.100.22.

Greek (Liddell-Scott)

κλᾰδάσσομαι: ἐξορμῶ, κινοῦμαι μετὰ σφοδρότητος, αἷμα κλαδασσόμενον διὰ γυίων Ἐμπεδ. 364· ὁ Λοβ. Παθ. Προλεγ. 89 διορθοῖ, κλυδασσόμενον, κλυδωνιζόμενον.

Greek Monolingual

κλαδάσσομαι (Α)
κινούμαι με ορμήαἷμα κλαδασσόμενον διὰ γυίων», Εμπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Από το θ. του κλαδαρός «εύθραυστος». Για τη σημ. βλ. λ. κλαδαρός.

Russian (Dvoretsky)

κλᾰδάσσομαι: волноваться, бурлить (αἷμα κλαδασσόμενον Emped. ap. Arst.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κλαδάσσομαι [κλαδαρός?] snel stromen.