ἀνασύρομαι

From LSJ
Revision as of 11:26, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336

Greek Monotonic

ἀνασύρομαι: [ῡ], τραβώ τα ρούχα κάποιου, σε Ηρόδ.· μτχ. παρακ. ἀνασεσυρμένος, αισχρός, ακόλαστος, κακοήθης, σε Θεόφρ.

Middle Liddell


to pull up one's clothes, Hdt.; perf. part. ἀνασεσυρμένος obscene, Theophr.