βήλημα
From LSJ
English (LSJ)
(i.e. ϝηλ-), ατος, τό, A = κώλυμα, φράγμα ἐν ποταμῷ (Lacon.), Hsch., cf. IG5(1).1390.104 (Andania).
Spanish (DGE)
-ματος, τό
mota, represa μήτε [τὸ β] ήλημα μήτε τοὺς ὀχετοὺς μήτε ἄν τι ἄλλο κατασκευασθεῖ IG 5(1).1390.104 (Andania, Mesenia I a.C.), cf. Hsch.
• Etimología: De Ϝήλημα a partir de εἰλέω < Ϝελνέω q.u.
Frisk Etymological English
Meaning: κώλυμα, φράγμα ἐν ποταμῳ̃. Λάκωνες H.
Origin: see εἴλω
Etymology: To Messen. ἤλημα. - From *Ϝέλ-νημα, s. εἴλω and ἁλής.
Frisk Etymology German
βήλημα: {bḗlēma}
Meaning: κώλυμα, φράγμα ἐν ποταμῳ̃. Λάκωνες H.
Etymology : Dazu messen. ἤλημα. — Aus *ϝέλνημα, s. εἴλω und ἁλής.
Page 1,233