βιβλιογράφος

From LSJ
Revision as of 20:20, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   " to "")

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βιβλιογράφος Medium diacritics: βιβλιογράφος Low diacritics: βιβλιογράφος Capitals: ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΟΣ
Transliteration A: bibliográphos Transliteration B: bibliographos Transliteration C: vivliografos Beta Code: bibliogra/fos

English (LSJ)

[ᾰ], ὁ, A writer of books, scribe, Antiph.197, Lib.Ep.263:—also βιβλιᾱγράφος (correct form acc. to Phryn.67), Cratin.249, Luc.Ind. 24.

German (Pape)

[Seite 444] Bücher schreibend, Antiphan. Poll. 7, 210; Luc. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

βιβλιογράφος: ὁ, ὁ γράφων βιβλία, Ἀντιφ. Σαπφ. 2· ποιητικῶς καὶ βιβλιαγράφος, Κρατῖν. Χειρ 18, ἴδε Λοβ. Φρύν. 655· - ἐντεῦθεν βιβλιογρᾰφέω, γράφω βιβλία, Εὐστ. Πονημ. 281. 11· καὶ βιβλιογρᾰφία, ἡ, ἡ γραφὴ βιβλίων, Διοσκ. 1. 114, Διογ. Λ. 7. 36.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ

• Alolema(s): βιβλια- Cratin.267, Phryn.59, Luc.Ind.24; βιβλο- Phryn.l.c., AB 29.29, Orus Att.A20

• Prosodia: [-ᾰ-]
copista, escriba Cratin.l.c., Antiph.195, Gal.15.911, 18(2).864, Phryn.l.c., Luc.l.c., Lib.Ep.263.

Greek Monolingual

ο (AM βιβλιογράφος, Α και βιβλιαγράφος)
νεοελλ.
αυτός που ασχολείται συστηματικά με τη βιβλιογραφία
αρχ.-μσν.
γραφέας ή αντιγραφέας χειρογράφων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βιβλίον + -γράφος.