δικτατορία
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
dictature à Rome.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): -ωρεία D.H.20.13, Anecd.Ludw.207.6, -ωρία Plu.2.318c
dictadura magistratura romana ἔστι γὰρ αἱρετὴ τυραννὶς ἡ δ. D.H.5.73, cf. 6.22, l.c., ἀνυπευθύνου ... δεῖσθαι τὰ πράγματα μοναρχίας ἣν δικτατορίαν καλοῦσιν Plu.Fab.3, cf. Brut.29, l.c., D.C.42.21.1, 43.14.3.
Greek Monolingual
η (Α δικτατωρεία) δικτάτωρ
νεοελλ.
1. καθεστώς που χαρακτηρίζεται από την παράνομη και βίαιη συνήθως συγκέντρωση της εξουσίας σε ένα μοναδικό πρόσωπο ή μικρή ομάδα ατόμων και την επιβολή αυταρχικού πολιτικού και οικονομικού συστήματος
2. φρ. «δικτατορία του προλεταριάτου» — μαρξιστικός, λενινιστικός όρος για το πολιτικό σύστημα και τη μεταβατική περίοδο της ιστορικής εξέλιξης κατά την οποία οι τάξεις τών εργατών και τών αγροτών θα διοικούν το κράτος αποκλείοντας από την εξουσία τις παλιές εκμεταλλεύτριες τάξεις
αρχ.
το αξίωμα του δικτάτορα.