ἀλόησις
From LSJ
Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)
English (LSJ)
εως, ἡ, (ἀλοάω) A threshing, Gloss.:—ἀλοίησις, EM74.22.
German (Pape)
[Seite 108] ἡ, das Dreschen, B. A. 208.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλόησις: -εως, ἡ, (ἀλοάω) το ἁλώνισμα, Γλωσσ.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
• Alolema(s): ἀλοίησις EM 976
trilla τῶν καρπῶν AB 208, ἀσταχύων EM l.c., v. ἀλώησις.
Greek Monolingual
ἀλόησις, η (Α) [ἀλοῶ]
1. αλωνισμός, αλώνισμα
2. η εποχή του αλωνίσματος.