ἀφίλητος
From LSJ
νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους → for I consider false words to be the foulest sickness
English (LSJ)
[ῐ], ον, A unloved, S.OC1702 (lyr.), Phld.D.1.1.
German (Pape)
[Seite 411] nicht geliebt, Soph. O. C. 1699.
Greek (Liddell-Scott)
ἀφίλητος: [ῐ], -ον, μὴ φιλούμενος, Σοφ. Ο.Κ. 1702.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non aimé.
Étymologie: ἀ, φίλητος.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [-ῐ-]
no amado s. cont., A.Fr.451l.24, οὐδὲ γὰρ ὡς ἀ. ἐμοί S.OC 1702, ἄνδρες Phld.D.1.1.10.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀφίλητος, -ον)
νεοελλ.
1. αυτός που δεν τον φίλησαν
2. (για γυναίκα) ανέραστη, αγνή
αρχ.
εκείνος τον οποίο δεν αγαπούν.
Greek Monotonic
ἀφίλητος: [ῐ], -ον (φιλέω), αυτός που δεν αγαπιέται, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἀφίλητος: нелюбимый Soph.