βελονάγρα

From LSJ
Revision as of 07:00, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Οὐκ ἔστι λύπης χεῖρον ἀνθρώποις κακόν → Maerore nullum hominibus est peius malum → für Menschen gibt's kein größres Leid als Traurigkeit

Menander, Monostichoi, 414

Greek Monolingual

η
χειρουργική λαβίδα με την οποία βγάζουν βελόνα που έχει μπει βαθιά στο σώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βελόνη + -αγρα (πρβλ. ποδάγρα, χειράγρα κ.ά.)].