εθνικισμός

From LSJ
Revision as of 07:06, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (10)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

μακάριοι οὓς ἐξελέξω καὶ προσελάβου → blessed are those that you have chosen and taken

Source

Greek Monolingual

1. αντίληψη, στάση και συμπεριφορά αποκλειστικής και καθ' υπερβολήν προσήλωσης στα εθνικά ιδεώδη, συχνά σε συνδυασμό με προσπάθεια για επικράτηση του ιδίου έθνους και για εδαφική επέκτασή του
2. εθνισμός
3. (οικον.) πολιτική που αποσκοπεί στην οικονομική αυτάρκεια μιας χώρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση ξεν. όρου (πρβλ. αγγλ. nationalism). Η λ. μαρτυρείται από το 1874 στον Αναστ. Πολυζωίδη].