δακρυσταγής

From LSJ
Revision as of 07:03, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source

Greek (Liddell-Scott)

δακρυσταγής: -ές, στάζων δάκρυα, μτγν.

Spanish (DGE)

(δακρυστᾰγής) -ές
lacrimoso, lloroso, γόος Tim.15.100, πόνοι Meth.Symp.291.

Greek Monolingual

δακρυσταγής (-οῡς), -ές (Α)
αυτός που προκαλεί ή συνοδεύεται από δάκρυα («πόνοι δακρυσταγείς»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < δάκρυ + -σταγής < στάζω (πρβλ. αιμοσταγής)].