δεκαπλός
From LSJ
οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότε → after taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM δεκαπλοῡς, -η, -ουν)
ο δεκαπλάσιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δέκα + -πλους (για το β' συνθετικό πρβλ. α-πλούς, τρι-πλούς)].