διευθυντήριο

From LSJ
Revision as of 06:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)

Source

Greek Monolingual

το
1. το γραφείο του διευθυντή μιας υπηρεσίας
2. ονομασία της πενταμελούς εκτελεστικής επιτροπής στη Γαλλία από το 1795 ώς το 1799
3. ονομασία τών πρώτων πολιτικών εξουσιών στην Πελοπόννησο στην Επανάσταση του 1821
4. συμβούλιο ή ομάδα με υπερβολικές ή αυταρχικές εξουσίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση ξεν. όρου (πρβλ. γαλλ. directoire). Η λ. διευθυντήριον μαρτυρείται από το 1782 στον Αδαμάντιο Κοραή].