εὖ γοῦν θίγοις ἂν χερνίβων → well could you, of course, handle holy vessels
ἐχιόδηκτος και ἐχιδνόδηκτος, -ον (ΑΜ)αυτός που έχει δαγκωθεί από έχιδνα.[ΕΤΥΜΟΛ. < έχις + -δηκτος (< δάκνω «δαγκώνω»), πρβλ. κυνό-δηκτος, οφιό-δηκτος].