ερυσίβη
From LSJ
Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid
Greek Monolingual
και ερυσίφη, η (AM ἐρυσίβη)
μύκητας τών φυτών και τών καρπών που προσβάλλει ιδιαίτερα το σιτάρι και το κριθάρι («αὐχμοὶ καὶ ἐρυσίβη», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι σύνθετη του τύπου αλεξί-κακος, βροντησι-κέραυνος, τερψί-μβροτος και εμφανίζει ως α’ συνθετικό θ. ερυ-σι- (πρβλ. ερυσίπελας, ερυσίσκηπτρον) που αποτελεί παρέκταση σε -σ- της ρίζας τών ερεύθω, ερυθρός (πρβλ. λατ. russus, λιθ. raũsvas, αρχ. σλαβ. rusŭ, αρχ. άνω γερμ. rost), ενώ ως β’ συνθετικό εμφανίζει σπάνιο επίθημα -βη].