εὔσκεπτος

From LSJ
Revision as of 09:33, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔσκεπτος Medium diacritics: εὔσκεπτος Low diacritics: εύσκεπτος Capitals: ΕΥΣΚΕΠΤΟΣ
Transliteration A: eúskeptos Transliteration B: euskeptos Transliteration C: eyskeptos Beta Code: eu)/skeptos

English (LSJ)

ον, A easy to examine, σκέψις Pl.Phlb.65d.

German (Pape)

[Seite 1098] leicht zu betrachten, σκέψις Plat. Phil. 65 d, die leicht anzustellende Untersuchung.

Greek (Liddell-Scott)

εὔσκεπτος: -ον, εὐκόλως ἐξεταζόμενος, εὔσκεπτόν γε καὶ ταύτην σκέψιν προβέβληκας Πλάτ. Φίληβ. 65D.

Greek Monolingual

εὔσκεπτος, -ον (Α)
αυτός που εξετάζεται εύκολα («εὔσκεπτόν γε σκέψιν προβέβληκας», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -σκεπτός (< σκέπτομαι), πρβλ. αξιό-σκεπτος, πολύ-σκεπτος].

Russian (Dvoretsky)

εὔσκεπτος: легко поддающийся исследованию, не трудный (σκέψις Plat.).