Χωρὶς γυναικὸς ἀνδρὶ κακὸν οὐ γίγνεται → Non ullum sine muliere fit malum viro → Kein Unglück widerfährt dem Mann, der ledig bleibt
ἡμιπόδιον, τὸ (Α)(ως μέτρο) μισό πόδι, ημίπους.[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + πόδιον (< πους, ποδός), πρβλ. ακρο-πόδιον, υπο-πόδιον.ἡμιπόδιον, τὸ (Α)το μισό πόδι.[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + πόδιον (< πους, ποδός)].