ηνιορράφος
From LSJ
χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill
Greek Monolingual
ἡνιορράφος, ὁ (Α)
αυτός που ράβει ηνία, χαλινούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηνίο + -ρραφος (< ραφή), πρβλ. ιστιο-ρράφος, μηχανο-ρράφος].