ηχομετρία

From LSJ
Revision as of 06:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.

Source

Greek Monolingual

η
1. (τεχν.) η τεχνική της μέτρησης του ήχου
2. φυσ. η συγκριτική μελέτη της διάρκειας, της έντασης και του ύψους τών ήχων με τη βοήθεια ηχομέτρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. sonometrie < sono- < son «ήχος» + -metrie (πρβλ. -μετρία < -μέτρης < μέτρο)].