θρασύθυμος
From LSJ
Ὁ γράμματ' εἰδὼς καὶ περισσὸν νοῦν ἔχει → Qui litteras didicere, mentis plus habent → Wer schreiben kann, hat auch bedeutenden Verstand
English (LSJ)
ον, A bold-hearted, Man.4.529; cf. θρασύμυθος.
German (Pape)
[Seite 1216] keckes Muthes, Man. 4, 529.
Greek (Liddell-Scott)
θρᾰσύθῡμος: -ον, ἔχων τολμηρὰν ψυχήν Μανέθων 4. 529.
English (Slater)
θρασύθυμος, v. θρασύμυθος.
Greek Monolingual
θρασύθυμος, -ον (Α)
αυτός που έχει τολμηρή ψυχή, ο γενναιόψυχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θρασυ- + -θυμος (< θυμός «ψυχή»), πρβλ. μεγά-θυμος, οξύ-θυμος].