θρασύμυθος
From LSJ
Ἰδών ποτ' αἰσχρὸν πρᾶγμα μὴ συνεκδράμῃς → Visa re turpi cum aliis ne immisceas → Erlebst du eine Schandtat je, so lauf nicht mit
English (LSJ)
θρασύμυθον, bold of tongue, saucy, Id.O.13.10 (v.l. θρασύθυμος).
German (Pape)
[Seite 1216] keck redend, ὕβρις Pind. Ol. 13, 10.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
au langage hardi.
Étymologie: θρασύς, μῦθος.
Russian (Dvoretsky)
θρᾰσύμῡθος: (σῠ) со смелой речью, дерзкий на язык (ὕβρις Pind.).
Greek (Liddell-Scott)
θρᾰσύμῡθος: -ον, τολμηρὸς τὴν γλῶσσαν, Πίνδ. Ο. 13. 13.
English (Slater)
θρᾰςῠμῡθος, -ον bold of tongue Ὕβριν, Κόρου ματέρα θρασύμυθον (v.l. θρασύθυμον) (O. 13.10)
Greek Monolingual
θρασύμυθος, -ον (Α)
αυτός που μιλά με θράσος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θρασυ- + -μυθος (< μύθος), πρβλ. εύμυθος, πολύμυθος].