θρασύμυθος

From LSJ

Ἰδών ποτ' αἰσχρὸν πρᾶγμα μὴ συνεκδράμῃς → Visa re turpi cum aliis ne immisceas → Erlebst du eine Schandtat je, so lauf nicht mit

Menander, Monostichoi, 272
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θρασύμῡθος Medium diacritics: θρασύμυθος Low diacritics: θρασύμυθος Capitals: ΘΡΑΣΥΜΥΘΟΣ
Transliteration A: thrasýmythos Transliteration B: thrasymythos Transliteration C: thrasymythos Beta Code: qrasu/muqos

English (LSJ)

θρασύμυθον, bold of tongue, saucy, Id.O.13.10 (v.l. θρασύθυμος).

German (Pape)

[Seite 1216] keck redend, ὕβρις Pind. Ol. 13, 10.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au langage hardi.
Étymologie: θρασύς, μῦθος.

Russian (Dvoretsky)

θρᾰσύμῡθος: (σῠ) со смелой речью, дерзкий на язык (ὕβρις Pind.).

Greek (Liddell-Scott)

θρᾰσύμῡθος: -ον, τολμηρὸς τὴν γλῶσσαν, Πίνδ. Ο. 13. 13.

English (Slater)

θρᾰςῠμῡθος, -ον bold of tongue Ὕβριν, Κόρου ματέρα θρασύμυθον (v.l. θρασύθυμον) (O. 13.10)

Greek Monolingual

θρασύμυθος, -ον (Α)
αυτός που μιλά με θράσος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θρασυ- + -μυθος (< μύθος), πρβλ. εύμυθος, πολύμυθος].

Middle Liddell

θρᾰσύ-μῡθος, ον
bold of speech, saucy, Pind.