ιερέας

From LSJ
Revision as of 07:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἄπαγ' ἐς μακαρίαν ἐκποδών → get lost, buzz off, on yer bike, bug off, bugger off, clear out, clear off, take a hike, beat it, scram, get out of here, get outta here

Source

Greek Monolingual

και ιερεύς, ὁ, θηλ. ιέρεια (ΑΜ ἱερεύς, -έως, θηλ. ἱέρεια, Α και δωρ. τ. ἱαρεύς, ιων. τ. ἱρεύς, αρκαδ. τ. ἱαρής)
1. ο πρεσβύτερος, ο κληρικός ο οποίος τελεί τα μυστήρια και τις λοιπές ιεροπραξίες εκτός από εκείνες τις οποίες μπορεί να τελέσει μόνο επίσκοπος, ο παπάς
2. εκείνος που τελεί τις θυσίες ή προΐσταται στις θρησκευτικές τελετές
αρχ.
1. μάντης
2. θεραπευτής, βοηθός («ἱερεὺς... ἄτας», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. ιερεύς < ιερός. Η λ. απαντά και στη Μυκηναϊκή (πρβλ. ijereu), ενώ στην Αρχαία χρησιμοποιούνταν παράλληλα προς το μάντις. Στη Νέα Ελληνική, εκτός από τη λ. ιερέας, χρησιμοποιείται και η λ. παπάς, η οποία στους βυζαντινούς χρόνους ήταν τίτλος πρεσβυτέρου].