Γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → The fool laughs even when there's nothing to laugh at
ο (Α ἰξοφόρος, -ον)ο αλειμμένος με ιξό («ἰξοφόρος δόναξ», Ομ. Ιλ.)αρχ.(για δέντρα) αυτός πάνω στον οποίο φύεται ιξός («ἰξοφόροι δρύες», Σοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰξός + -φόρος (< φέρω), πρβλ. δορυ-φόρος, μισθο-φόρος.