ισχνομυθώ
From LSJ
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
Greek Monolingual
ἰσχυομυθῶ, -έω (Α)
επιχειρηματολογώ με ακρίβεια και διεξοδικότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχνός + -μυθῶ (< -μυθος < μύθος), πρβλ. αισχρο-μυθώ, σεμνο-μυθώ].