καλόγνωμος
From LSJ
Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht
Greek Monolingual
-η, -ο (Μ καλόγνωμος, -ον)
1. ο καλοκάγαθος, ο καλόβολος, ο ευγενικός, ο άνθρωπος που έχει καλή διάθεση
2. το ουδ. ως ουσ. το καλόγνωμο(ν)
η καλοσύνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο)- + -γνωμος (< γνώμη), πρβλ. ευθύ-γνωμος, αλλοτριό-γνωμος].