καλοκάγαθος
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰλοκάγᾰθος: -ον, ἐπιθετικὸς τύπος πρῶτον ἀπαντῶν παρὰ Πολυδ. Δ΄, 11 (διότι παρ’ ἅπασι τοῖς δοκίμοις συγγραφεῦσι φέρεται διῃρημένως: καλὸς κἀγαθός)· ὁ τύπος οὗτος, ὡς φαίνεται, προέκυψεν ἐν τοῦ καλοκαγαθία. -Αἱ φράσεις: καλὸς κἀγαθός, καλοὶ κἀγαθοὶ φαίνεται ὅτι κατ’ ἀρχὰς ἐλέγοντο περὶ τῶν εὐπατριδῶν ἢ ἐπιφανῶν ἀνδρῶν, Λατ. optimates ὡς τὸ Ἀρχ. Γαλλ. prudhommes, Γερμ. gute Männer, κτλ. Ἡρόδ. 1. 30, Ἀριστοφ. Ἱππ. 185, 735, κ. ἀλλ., Θουκ. 4. 40., 8. 48, Ξεν. Ἑλλ. 5. 3, 9, Κύρ. 4. 4, 23, Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 8, 4, κτλ.· πρβλ. ἀγαθὸς καὶ ἴδε Welcker προοίμ. εἰς Θέογν. σ. xiiii· ὡσαύτως, καλοί τε κἀγαθοὶ Ξεν. Ἀν. 4. 1, 19· - ἀλλὰ βραδύτερον ὡς παρ’ Ἀριστ. (Μεγ. Ἠθικ. 2. 9, 2, κτλ., καλὸς κἀγαθὸς ἐσήμαινε τὸν τέλειον ἄνθρωπον, τὸν ἔχοντα πάντα τὰ προσόντα τὰ ἀποτελοῦντα τὸν ἀληθῶς εὐγενῆ καὶ καλῶς ἀνατεθραμμένον ἄνθρωπον, τὸν τελείως σπουδαῖον· ἐλέγετο προσέτι ἐπὶ ἰδιοτήτων καὶ ἐνεργειῶν, κτλ., οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι Πλάτ. Ἀπολ. 21D· καλά τε κἀγαθὰ ἔργα Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 20· οὐκοῦν ἡ μὲν μετὰ φρονήσεως καρτερία καλὴ κἀγαθή; Πλάτ. Λάχ. 192C· μαντεῖαι Δημ. 1466, ἐν τέλ.· περὶ στρατοῦ, Ξεν. Κύρ. 3. 3, 6· περὶ πραγμάτων, πᾶν ὅ τι καλὸν κἀγαθόν ἐστιν αὐτόθι 7. 2, 12· τὰ καλὰ καὶ τἀγαθὰ ὁ αὐτ. ἐν Ἀπομν. 1. 2, 23, πρβλ. Κύρ. 2. 1, 17· ἐν τῷ Ὑπερθ., ὅ τι κάλλιστον καὶ ἄριστόν ἐστιν ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 2. 1, 9., 5. 6, 28: -σπανίως μετὰ λέξεων παρεμπιπτουσῶν ἐν τῷ μεταξύ, ἦν καὶ καλός, ὦ δέσποτα, καὶ ἀγ., μνημονεύεται ἐκ τοῦ Ξενοφ.· κ. μὲν γὰρ ἦν καὶ ἀγ. Πλουτ. Λυκοῦργ. 25. - Ἐπίρρ. -θως Συλλ. Ἐπιγρ. 2139b. 33 (προσθῆκαι) 2379.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α καλοκἄγαθος, Μ καλοκάγαθος, -ον)
νεοελλ.-μσν.
γεμάτος καλοσύνη και αγαθότητα
αρχ.
(στους δόκιμους συγγραφείς πάντοτε χωριστά καλός καγαθός, μόνο στον Πολυδ. ενωμένα σε μία λέξη)
1. ευπατρίδης, επιφανής άνδρας
2. τέλειος άνθρωπος, με όλα τα προσόντα που αποτελούν τον ευγενή και καλοαναθρεμμένο άνδρα, που συνδυάζει το εξωτερικό κάλλος με την ηθική τελειότητα
3. (αργότερα τα δύο χωριστά επίθ. και για ιδιότητες, ενέργειες, πράγματα κ.λπ.) τέλειος.
επίρρ...
καλοκἀγάθως (Α)
πάπ. με χρηστό τρόπο, ενάρετα, καλοκάγαθα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τη φρ. καλὸς κἀγαθός (< καὶ ἀγαθός) (βλ. και καλός)].