καρδιόπληκτος

From LSJ
Revision as of 10:40, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καρδῐόπληκτος Medium diacritics: καρδιόπληκτος Low diacritics: καρδιόπληκτος Capitals: ΚΑΡΔΙΟΠΛΗΚΤΟΣ
Transliteration A: kardióplēktos Transliteration B: kardioplēktos Transliteration C: kardiopliktos Beta Code: kardio/plhktos

English (LSJ)

ον, A gloss on ἐμβρόντητος, Sch.X.An.3.4.12 (ed. L. Dindorf).

German (Pape)

[Seite 1326] im Herzen getroffen, Sp.

Greek Monolingual

καρδιόπληκτος, -ον (Α)
(σχόλ.) αυτός που έχει πληγεί στην καρδιά από φόβο ή που έχει εκπλαγεί, εμβρόντητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρδι(ο)- + -πληκτος (< πλήσσω), πρβλ. κεραυνό-πληκτος, φαντασιό-πληκτος].