καλλίτεχνος

From LSJ
Revision as of 10:35, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Καὶ ζῶνφαῦλος καὶ θανὼν κολάζεται → Vivisque mortuisque poena instat malis → Der Schlechte wird im Leben und im Tod bestraft

Menander, Monostichoi, 294
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καλλῐτεχνος Medium diacritics: καλλίτεχνος Low diacritics: καλλίτεχνος Capitals: ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΟΣ
Transliteration A: kallítechnos Transliteration B: kallitechnos Transliteration C: kallitechnos Beta Code: kalli/texnos

English (LSJ)

ὁ, ἡ, A making beautiful works of art, Str.1.2.33, 16.2.24, Them.Or.4.56b.

German (Pape)

[Seite 1311] = καλλιτέχνης, Strab. I p. 41 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

καλλίτεχνος: ὁ, ἡ, καλός, ἐπιδέξιος, τεχνίτης, ἐπιτήδειος κατασκευαστὴς κομψῶν τεχνουργημάτων, Στράβ. 41, 757.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α καλλίτεχνος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που έχει κατασκευαστεί με καλλιτεχνία
αρχ.
το αρσ. και θηλ. ως ουσ. , ἡ καλλίτεχνος
αυτός που κατασκευάζει καλλιτεχνήματα, ο καλλιτέχνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + -τεχνος (< τέχνη), πρβλ. κακό-τεχνος, ομοιό-τεχνος].