καχρύδια
From LSJ
αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.
English (LSJ)
τά, A husks of κάχρυς, Arist.Pr.923b11: sg., prob. in Thphr.CP5.6.3.
Greek (Liddell-Scott)
καχρύδια: τά, ὑποκορ. τοῦ κάχρυς, μικροὶ κόκκοι πεφρυγμένης κριθῆς καὶ ἐν γένει πᾶν τὸ πεφρυγμένον, Ἀριστ. Προβλ. 20. 8, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 6, 3, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
καχρύδια, τὰ (Α)
1. κόκκοι καβουρντισμένου κριθαριού
2. καθετί που είναι καβουρντισμένο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάχρυς + υποκορ. κατάλ. -ύδιον (πρβλ. βοτρ-ύδιον, καρ-ύδιον)].