κατώφορος

From LSJ
Revision as of 12:25, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not

Menander, Monostichoi, 296
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατώφορος Medium diacritics: κατώφορος Low diacritics: κατώφορος Capitals: ΚΑΤΩΦΟΡΟΣ
Transliteration A: katṓphoros Transliteration B: katōphoros Transliteration C: katoforos Beta Code: katw/foros

English (LSJ)

ον, A having a downward tendency, Phlp.in Mete.30.19, Simp.in Ph.671.32.

German (Pape)

[Seite 1407] sich herunter, abwärts bewegend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κατώφορος: -ον, φερόμενος πρὸς τὰ κάτω, Ἀλέξ. Ἀφρ. (;)

Greek Monolingual

κατώφορος, -ον (ΑΜ)
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ κατώφορον
κατηφορικός δρόμος, κατηφοριά
αρχ.
αυτός που κλίνει προς τα κάτω, αυτός που έχει κατηφορική κλίση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάτω + -φόρος (< φέρω), πρβλ. αν-υπό-φορος, παρά-φορος].