κεραυνόβλητος

From LSJ
Revision as of 17:40, 1 February 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " s.v. " to " s.v. ")

Ὡς ἡδὺ τὸ ζῆν μὴ φθονούσης τῆς τύχης → Quam vita dulce est, fata dum non invident → Wie süß zu leben, wenn das Glück nicht neidisch ist

Menander, Monostichoi, 563
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεραυνόβλητος Medium diacritics: κεραυνόβλητος Low diacritics: κεραυνόβλητος Capitals: ΚΕΡΑΥΝΟΒΛΗΤΟΣ
Transliteration A: keraunóblētos Transliteration B: keraunoblētos Transliteration C: keravnovlitos Beta Code: kerauno/blhtos

English (LSJ)

ον, A struck by lightning, Ephor.17 J., Sch.S.Ant.1139, Hsch. s.v. λευκοστεφῆ. Suid. s.v. Σαλμωνεύς.

German (Pape)

[Seite 1422] dasselbe, Schol. Soph. Ant. 1126 u. a. Sp., auch übertr., angedonnert, verblüfft.

Greek (Liddell-Scott)

κεραυνόβλητος: -ον, = τῷ προηγ., Σχόλ. εἰς Σοφ. Ἀντ. 1139, Σουΐδ. ἐν λέξ. Σαλμωνεύς, Ἡσύχ. ἐν λέξ. λευκοστεφῆ.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α κεραυνόβλητος, -ον)
ο χτυπημένος από κεραυνό, κεραυνόπληκτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεραυνός + -βλητος (< βλητός < βάλλω), πρβλ. περί-βλητος, ποθό-βλητος].