κλεπτομανία

From LSJ
Revision as of 07:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἔτλην δ' οἷ' οὔ πώ τις ἐπιχθόνιος βροτὸς ἄλλος → I have endured as much as no other mortal

Source

Greek Monolingual

η
(ψυχιατρ.) συμπεριφορά που χαρακτηρίζεται από την εκτέλεση κλοπών κατ' επανάληψη συνοδευόμενων από αγχώδη εσωτερική τάση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. cleptomanie < clepto- (πρβλ. κλέπτω) + -manie (πρβλ. -μανία < μανία < μαίνομαι). Η λ. μαρτυρείται από το 1852 στον Ιω. Πύρλα].