ὃ σὺ μισεῖς ἑτέρῳ μὴ ποιήσεις → don't do to others what you don't want them to do to you
-η, -οαυτός που έχει τη μία όψη κοίλη και την άλλη κυρτή («κοιλόκυρτος φακός»).[ΕΤΥΜΟΛ. < κοῖλος + κυρτός (πρβλ. αμφί-κυρτος, επιπεδό-κυρτος)].