κοινοδημεί
From LSJ
τὸ βέλτερον κακοῦ καὶ τὸ δίμοιρον αἰνῶ, καὶ δίκᾳ δίκας ἕπεσθαι, ξὺν εὐχαῖς ἐμαῖς, λυτηρίοις μηχαναῖς θεοῦ πάρα → I approve the better kind of evil, the two-thirds kind, and that, in accordance with my prayers, through contrivances bringing salvation at the god’s hand
German (Pape)
[Seite 1468] von Staats wegen, Suid., f. l.
Greek Monolingual
κοινοδημεί (Α)
επίρρ. (κατά το λεξ. Σούδα) με τον τρόπο του κοινοδημίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινοδήμ-ιον + επιρρμ. κατάλ. -εί, που δηλώνει τρόπο (πρβλ. αυθωρ-εί, ηρεμ-εί)].