τὸ ἀεὶ ταῦτα οὕτως ἔχειν ἐχάλασαν → relaxed the strictness of the doctrine of perpetual strife
κόβω το κεφάλι ή την κορυφή κάποιου, κουτσοκεφαλιάζω.[ΕΤΥΜΟΛ. < κοψ(ο)- + -κεφαλ-ιάζω (< κεφάλι), πρβλ. πονο-κεφαλιάζω, σπαζο-κεφαλιάζω].