κοψοκεφαλιάζω
From LSJ
Ἆρ' ἐστὶ συγγενές τι λύπη καὶ βίος → Res sunt cognatae vita et anxietudines → Es sind ja Leid und Leben irgendwie verwandt
Greek Monolingual
κόβω το κεφάλι ή την κορυφή κάποιου, κουτσοκεφαλιάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοψ(ο)- + -κεφαλ-ιάζω (< κεφάλι), πρβλ. πονοκεφαλιάζω, σπαζοκεφαλιάζω].