κυανόχρους

From LSJ
Revision as of 20:00, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do

Source

Greek Monolingual

-ουν (Α κυανόχρους, -ουν και -οος, -οον και κυανόχρως, -ων)
νεοελλ.
γαλάζιος, θαλασσής
αρχ.
αυτός που έχει σκούρο μπλε χρώμα (α. «κυανόχροα λίμνης ἑρπετά», Οππ.
β. «καὶ κυανόχρων τὸ τῆς θαλάττης ἔδαφος», Αλκίδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυανός + χροῦς «χρώμα» (πρβλ. σιτό-χρους, υαλό-χρους). Ο τ. κυανόχρως < κύανος + χρώς «επιδερμίδα, χροιά» (πρβλ. κηρό-χρως, ροδό-χρως)].

Middle Liddell

κυᾰνό-χρους, ουν χρόα
dark-coloured, dark-looking, Eur.; so κυανό-χρως, ωτος, ὁ, ἡ, Eur.