λεκανοσκοπία
From LSJ
ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess
English (LSJ)
Ep. λεκανοσκοπίη, ἡ, A the inspecting of a dish, in order to divine, Man.4.213.
German (Pape)
[Seite 27] ἡ, das Beschauen der Schüssel, um daraus zu weissagen, Maneth. 4, 213.
Greek Monolingual
η (Α λεκανοσκοπία, επικ. τ. λεκανοσκοπίη)
η λεκανομαντ(ε)ία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεκανοσκόπος < λεκάνη + -σκόπος (< σκοπός < σκέπτομαι), πρβλ. ηπατο-σκοπία].