ληξιπρόθεσμος
From LSJ
τῶν Λειβηθρίων ἀμουσότερος → more uncultured than Leibethrans, more uncultured than the people of Leibethra, lowest degree of mental cultivation
τῶν Λειβηθρίων ἀμουσότερος → more uncultured than Leibethrans, more uncultured than the people of Leibethra, lowest degree of mental cultivation
-η, -ο
αυτός του οποίου έληξε η προθεσμία («ληξιπρόθεσμο γραμμάτιο»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ληξι- (< θ. ληξ- του λήγω, πρβλ. λήξη) + -πρόθεσμος (πρβλ. εκ-πρόθεσμος, μακρο-πρόθεσμος). Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν του Άγγ. Βλάχου].