λιπογένεση

From LSJ
Revision as of 07:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Γάμει δὲ μὴ τὴν προῖκα, τὴν γυναῖκα δέ → Uxorem cape, non dotem, in matrimonium → Nimm bei der Heirat nicht die Mitgift, nimm die Frau

Menander, Monostichoi, 98

Greek Monolingual

η
φυσιολ. η παραγωγή λιποσωμάτων στους ζώντες οργανισμούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. lipogenesis < νεολατ. lipogenesis < lip(o)-(< λίπος) + genesis (< γένεση)].