λιπόσωμα

From LSJ
Revision as of 07:33, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς, οἷον ἄνθρωπος, βοῦς, τρέχει, νικᾷ → and the simple forms of speech, for example: 'man', 'ox', 'runs', 'wins'

Source

Greek Monolingual

το
(βιοχ.) λιπιδικό έγκλειστο, συνήθως σφαιρικό, του κυτταροπλάσματος, που αποτελεί τροφική πηγή για το κύτταρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. liposome < lip(ο)- (< λίπος) + -some (< σώμα)].