λυγαριά

From LSJ
Revision as of 07:34, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid

Menander, Monostichoi, 145

Greek Monolingual

η
κοινή ονομασία του φυτού Vitex agnus-castus του γένους βίτεξ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. λυγ-αρέα (με συνίζηση λυγαριά) < λύγος + κατάλ. -αριά (πρβλ. κληματ-αριά, λαιμ-αριά)].