εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)
λυχνοκαυτῶ και λυχνοκαυστῶ, -έω (Α)καίω λύχνους.[ΕΤΥΜΟΛ. < λύχνος + καυτῶ (< -καυτος < καίω), πρβλ. ολο-καυτώ].